- καταισχύνωμαι
- καταισχύ̱νωμαι , καταισχύνωdishonouraor subj mid 1st sgκαταισχύ̱νωμαι , καταισχύνωdishonourpres subj mp 1st sgκαταισχύ̱νωμαι , καταισχύνωdishonouraor subj mid 1st sgκαταισχύ̱νωμαι , καταισχύνωdishonourpres subj mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.